-
1 κέρδος
A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225;οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311
, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13;κ. νομίσαι τι Th.7.68
; ὅτι .. Id.3.33;ἤν τι.. δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43
;ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697
; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν .. Id.Mon. 359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib. 364; part.,πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med. 454
; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr. 747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec. 607, 610: pl., gains, profits,περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ)κ. S.Ant. 326
;τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59
;τὰ πονηρὰ κ. Antiph.270
:— κ. (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN 1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14;ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807
.2 desire of gain,κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant. 222
;εἰς τὸ κ. λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3
: pl.,κερδῶν ἄθικτος A.Eu. 704
; ;μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant. 1061
, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν ( = ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu. 1202.II in pl., cunning arts, wiles,ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322
, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib. 515;φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118
, cf. 88; ;ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216
; κακὰ κ. βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.) -
2 νωμάω
Aνώμασκε Mosch.4.108
:—[voice] Med., v.infr.: ( νέμω A.I.I):—deal out, distribute, esp. food and drink at festivals, Il.1.471, Od.3.340, etc. ; ν. φιάλαισιν ἀμπέλου παῖδα pour wine into the several cups, Pi.N.9.51 ;ν. προπόσεις Critias 1.7
D.II (νέμω A.
III. 2) direct, guide,1 of weapons, implements, etc., handle, wield,ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα Il.5.594
;οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7.238
; ;ἄλεισον.. μετὰ χερσὶν ἐνώμα Od.22.10
; ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων managed the sheet, 10.32 ;νηὸς.. οἰήϊα νωμᾷς 12.218
;ἁνία χερσὶ ν. Pi.I.1.15
; drive,ν. δίφρους Id.P.4.18
;ν. κύλικα Theophil.2.5
:—[voice] Med.,νωμήσασθαι σάκος Q.S.3.439
.b metaph.,ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν A.Th.3
;νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86
;πᾶν ἐπὶ τέρμα ν. A.Ag. 781
(lyr.) ;νωμᾶτ' ὠκεανόν, νωμᾶθ' ἅλα, δένδρεά τ' αὔτως Orph.H.38.8
, etc.: abs., to be the guiding power, S.Fr.941.11.2 of the limbs of the human body, ply,γούνατ' ἐν. Il.10.358
;ὄμμα Parm.1.35
;φυγᾷ πόδα ν. S.OT 468
(lyr.) ; ν. ὀφρύν move the brow, A.Ch. 288 ;πτερὸν αἰθέρι ν. AP9.339
(Arch.) ;πήδα.. παμφυὲς νωμῶν δέμας IG42(1).130.19
(Epid.).3 metaph., of the mind, turn over, ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας thou didst use to turn wiles over in the mind, Od.18.216 ;κέρδεα νωμῶν 20.257
; ply nimbly, .4 observe, νωμῶντες.. σῖτα ἀναιρεομένους observing them in the act of foraging, Hdt.4.128 ; of soothsayers,ἐν ὠσὶ ν. καὶ φρεσίν.. χρηστηρίους ὄρνιθας A.Th.25
;ὦ πάντα νωμῶν, Τειρεσία S.OT 300
, cf. E.Ph. 1256 ;τὸ νωμᾶν καὶ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν Pl.Cra. 411d
; so prob. in h.Cer. 373 ἀμφὶ ἕ νωμήσας peering round him.III [voice] Med., = νέμομαι, possess, occupy, χώραν, νῆσον, Supp.Epigr.2.511.56, al. (Crete, ii B. C.).—Poet. word, exc. in Hdt. and Pl.Il.cc. and in signf. III.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский